-"Εε..εγώ...είμαι η Ρέτσουκο"
-"Χαίρω πολύ για τη γνωριμία δεσποινίς Ρέτσουκο!" απάντησε εύθυμα κάνοντας μια μικρή υπόκλιση.
Η Ρέτσουκο ήταν καταμπερδεμένη. Ήταν πολύ μικρός όταν τον απήγαγαν για να τη θυμάται, σκέφτηκε. Πέρασαν και πολλά χρόνια από τότε. Δεν της έκανε εντύπωση αυτό. Αλλά τι εννοούσε όταν είπε ότι ο Νακίτο δεν είναι πια εδώ? Είχε αλλάξει όνομα?
-"Εσύ ποιος είσαι?"
-"Οι φίλοι μου με φωνάζουν Χαγιάτε, δεσποινίς Ρέτσουκο. Ελπίζω να σας ξαναδούμε σύντομα. Όλοι μας", είπε και την βοήθησε να ανέβει πάνω στην άμαξα που θα την πήγαινε πίσω στη φάρμα.
Πέρασαν μέρες όπου η Ρέτσουκο προσπαθούσε να βρει τρόπο να ξαναπάει στον Ναό, αλλά αν δεν την καλούσαν, δεν επιτρεπόταν να πάει από μόνη της. Ανησυχούσε για τον Νακίτο και ήθελε να γνωρίσει καλύτερα ποιος είναι αυτός ο Χαγιάτε. Έπρεπε να σιγουρευτεί ότι είναι καλά. Την επόμενη βδομάδα, ήρθε ξανά η άμαξα για να πάρει τις κοπέλες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον Ναό. Η Ρέτσουκο μόλις είχε βρει τον τρόπο.
Έβαλε το νέο της πανέμορφο μεταξωτό φόρεμα που της είχαν ράψει οι αδερφές της και φόρεσε στο λαιμό το στολίδι που είχε βρει στο ποτάμι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε ορκιστεί ότι θα έκανε τα πάντα για να σώσει τον Νακίτο. Η άμαξα για εκείνη την εβδομάδα μόλις είχε φτάσει.
Στους Νίντζα απαγορεύεται ρητά οποιαδήποτε ρομαντική σχέση. Δηλώνει αδυναμία και πλήρη παρέκκλιση από τον Κώδικα των Νίντζα. Όμως, πάνω από όλα οι Νίντζα είναι πανούργοι και πρέπει να γνωρίζουν την αίσθηση της σαρκικής απόλαυσης όπως όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις, ώστε να τις χρησιμοποιούν εναντίον των εχθρών τους όταν η περίσταση το απαιτεί. Η εβδομαδιαία επίσκεψη των κοριτσιών της φάρμας δεν ήταν παρά ένα ακόμα κομμάτι της εκπαίδευσης των μαθητευόμενων Νίντζα. Εκείνη η εβδομάδα ήταν η σειρά του Νακίτο του Νίντζα να μάθει μια νέα πολεμική τέχνη.
Ο Νακίτο ο Νίντζα μαζί με τους υπόλοιπους μαθητευόμενους υποδέχτηκαν τα κορίτσια με σχηματισμό διπλής φάλαγγας στην κεντρική πλατεία και τις οδήγησαν στην κεντρική αίθουσα.
Ο Νακίτο ο Νίντζα είχε μόνιμα το κεφάλι του σκυμμένο χαμηλά και προσπαθούσε να ξεκλέψει μόνο μερικές ματιές προς την πανέμορφη Ρέτσουκο που θυμήθηκε από την φορά που ήρθε να ξεγεννήσει την Μόσι-Μοσί. Ο Δάσκαλος έκανε τη μοιρασιά και φυσικά η μοίρα το έφερε έτσι ώστε η Ρέτσουκο να πάει με τον Νακίτο τον Νίντζα. Ευτυχώς που ο Νακίτο ο Νίντζα φορούσε τη μάσκα του και κανείς δεν μπορούσε να δει ότι είχε γίνει κατακόκκινος όσο προχωρούσαν μαζί προς το ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο με τους καθρέφτες. Ο Δάσκαλος τους είχε πει ότι έτσι θα μπορούν να μελετήσουν την νέα τεχνική από πολλαπλές γωνίες. Αφού μπήκαν μέσα και έκλεισαν την πόρτα, ο Νακίτο ο Νίντζα καθυστέρησε σκεφτόμενος τι θα της έλεγε και όταν εν τέλει γύρισε, δεν μπορούσε να αντικρύσει το κορίτσι στα μάτια.
-"Σου έραψα μια νέα μπέρτα ως δώρο. Είχες χρησιμοποιήσει τη φανέλα σου την προηγούμενη φορά που με έσωσες και θεώρησα ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω", του είπε και του παρουσίασε μια πανέμορφη μαύρη μπέρτα. Αυτό ήταν το μοναδικό δώρο που θυμόταν να έχει πάρει ποτέ ο Νακίτο ο Νίντζα στη ζωή του, αν και δεν είχε καταλάβει τίποτα από ότι του είπε το κορίτσι. Δε θυμόταν να είχαν ξαναμιλήσει ποτέ.
-"Αριμπαφτοπφ", απάντησε ο Νακίτο ο Νίντζα γουρλώνοντας τα μάτια του αν και στο μυαλό του πίστευε ότι είχε πει ευχαριστώ. Αυτό προκάλεσε ένα αυθόρμητο χαριτωμένο γέλιο στην Ρέτσουκο και ένα "χεχε" από τον Νακίτο τον Νίντζα καθώς έξυνε αμήχανα το κεφάλι του.
-"Χαγιάτε είπαμε σε λένε, ε?", ρώτησε η Ρέτσουκο για να επιβεβαιωθεί και ξαφνικά ο Νίντζα απέναντί της σήκωσε το κεφάλι του κοιτώντας την στα μάτια.
Εκείνη την στιγμή η Ρέτσουκο αφαίρεσε το πανωφόρι της με αποτέλεσμα να φανεί το στολίδι στο λαιμό της.
-"Είσαι πιο όμορφη κι από τις δροσοσταλίδες της αυγής πάνω στα φύλλα ανθισμένης κερασιάς Ρέτσουκο. Χαίρομαι που ξανασυναντιόμαστε", είπε ο Χαγιάτε.
Ήταν η σειρά της Ρέτσουκο να κοκκινίσει.
-"Ας αρχίσουμε λοιπόν, ε? Τι λες?", συνέχισε ο Χαγιάτε και αφαίρεσε την θήκη με το ξίφος πρώτα πριν αρχίσει να βγάζει τα υπόλοιπα ρούχα του. Η καημένη η Ρέτσουκο πιάστηκε απροετοίμαστη, αλλά τον μιμήθηκε, ξεκινώντας με το στολίδι της στον λαιμό και ακουμπώντας το δίπλα από το ξίφος. Ξάπλωσαν και οι δύο στο κρεβάτι. Καθόλη τη διάρκεια ο Χαγιάτε την κοιτούσε στα μάτια, τυλίγοντάς την με γλυκά λόγια αγάπης. Προς το τέλος, η Ρέτσουκο διχασμένη ανάμεσα στην έκσταση και τις τύψεις, αναφώνησε:
-"Είμαι η Ρέτσουκο! Και είσαι ο Νακίτο, ο χαμένος μου αδερφός!" γυρνώντας το βλέμμα της προς τους καθρέφτες που τους περικύκλωναν για να βγάλει μια δυνατή κραυγή.
Γιατί τώρα τους έβλεπε. Και τους τρεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου