Λευκά. Τα πάντα λευκά. Και φως. Άπλετο φως έπεφτε πάνω στα πάντα λευκά. Κοίταξε το πάτωμα, λευκό. Οι τοίχοι, το ίδιο. Ήταν τοίχοι άραγε? Έκανε να περπατήσει, αλλά ήταν σαν να περπατούσε πάνω σε σύννεφα. Έψαξε να βρει την πηγή του φωτός. Δεν βρήκε τίποτα. Έσκυψε να δει τα χέρια του. Δεν είδε τίποτα. Τότε ήταν που άκουσε ένα απαλό ρουθούνισμα. Σήκωσε το βλέμμα του. Ένα τανούκι αναπαυόταν ήρεμο στα πίσω πόδια του και καθάριζε αργά το τρίχωμά του. Ο Νακίτο ο Νίντζα ήξερε τι ακολουθεί μετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου