Είχε πια ξημερώσει. Όλα τα υγρά της χύτρας είχαν εξατμιστεί. Τα κόκκαλα είχαν λιώσει, τα φτερά είχαν κάνει φτερά. Με το βιβλίο κλειστό δίπλα στα μαζεμένα της πόδια, άυπνη, απογοητευμένη και αντιπροσωπευτική της νεο-αστικής τάξης, η Χάτσικο δεν είχε άλλη επιλογή από το ξεκινήσει για τη δουλειά. Ποιος τον άκουγε πάλι τον Ακομούρο που θα την περίμενε στην πόρτα του εργαστηρίου δείχνοντας τα 7 περασμένα λεπτά στο ρολόι του. Μα πόσο ανόητη ένιωθε που πίστεψε ότι τα παραμύθια του παλιο-βιβλίου θα έβγαιναν αληθινά?! Έσβησε τη φωτιά, περιποιήθηκε την πληγή της, φόρεσε τη λευκή της ποδιά και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Δεν είχε προλάβει να δει ότι το βιβλίο είχε ανοίξει στη σελίδα 76 από μόνο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου