Το μπράτσο της πονούσε ακόμα. Με το πονεμένο χέρι κρατούσε το βιβλίο -τη μόνη περιουσία που της είχε απομείνει- και με το άλλο προσπαθούσε να κρατήσει ζεστή την πληγή. Τα σπαθιά Τάκι έχουν επίτηδες κυρτή λεπίδα, σχεδόν κωνική, ώστε οι πληγές που αφήνουν να μην κλείνουν γρήγορα. Είναι το όπλο δολοφόνων. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και συνέχισε. Είχε πολύ δρόμο ακόμα να καλύψει. Κάθε χωριό που περνούσε, ίδια καμμένο και κατεστραμμένο με το προηγούμενο. Όπως και το δικό της. Ακολουθούσε απλά τα σημάδια του καπνού και ήλπιζε να τον βρει. Αν οι μαυροφορεμένοι άνδρες που τον είχαν πάρει μαζί τους είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν θα το είχαν κάνει επί τόπου, άρα είναι ακόμα ζωντανός σκέφτηκε. Πρέπει να είναι ακόμα ζωντανός! Θυμήθηκε τη μέρα που ο πατέρας της γύρισε στο σπίτι κρατώντας το βρέφος που του είχαν εμπιστευεί οι Πρεσβύτεροι. Το βρέφος ήταν φασκιωμένο μέσα σε ένα μικρό καλάθι με μόνα υπάρχοντα ένα παλιό βιβλίο κι ένα μικρό ξίφος. Την είχε βάλει να υποσχεθεί ότι δε θα το έλεγε σε κανέναν και ότι στο εξής, αυτός θα ήταν ο μικρός αδερφός της. Στη μνήμη των γονιών της έπεσε στα γόνατα ξεσπώντας σε λυγμούς. Προσπάθησε να πνίξει το κλάμα της μέσα στο ανοιχτό βιβλίο, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μουσκέψει τις σελίδες του με τα δάκρυά της. Όταν πια τα δάκρυα στέρεψαν, πήρε μια απόφαση. Ορκίστηκε στην μνήμη των νεκρών γονιών της ότι θα έκανε τα πάντα για να προστατέψει τον Νακίτο. Αυτός θα ήταν στο εξής ο σκοπός της ζωής της. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να δώσει τη δική της ζωή για τη δική του. Η Ρέτσουκο έκλεισε το βιβλίο στην μουσκεμένη σελίδα 76 και συνέχισε. Είχε πολύ δρόμο ακόμα να καλύψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου