Δεν υπήρχε η αίσθηση του χρόνου, όλα και τίποτα συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή. Το μέλλον ήταν τότε και το παρελθόν είναι σε λίγο, δεν υπήρξε το παρόν. Ο Νακίτο ο Νίντζα μάθαινε να μπουσουλάει ως μωρό την ίδια στιγμή που ως έφηβος εκπαιδευόταν στην χρήση τόξου την ίδια ώρα που σκότωνε με μια κίνηση της κατάνας του τρεις αφελείς δολοφόνους ως ενήλικας την ίδια στιγμή που έβγαζε φωτιές από το στόμα πετώντας πάνω από ένα χωράφι την ίδια ώρα που... σκότωνε την Ρέτσουκο. Το τανούκι συνέχιζε να καθαρίζει το τρίχωμά του για ώρες, ημέρες, χρόνια και ποτέ. Μια μικρή λάμψη φάνηκε στην κοιλιά του που όλο και μεγάλωνε σε μια απίστευτα φωτεινή μπάλα φωτός που ερχόταν προς το μέρος του. Ο Νακίτο ο Νίντζα έκλεισε τα μάτια του -είχε μάτια?- και περίμενε το τέλος του -την αρχή του? Όταν τα ξανάνοιξε, η μπάλα φωτός είχε εξαφανιστεί και στη θέση της είχε εμφανιστεί μια αλεπού. Η τεράστια φουντωτή ουρά της άρχισε να γαργαλάει τη μουσούδα του τανούκι.
-"Κιτσούνε, πάλι τα ίδια? Κόφτο. Ξέρεις ότι με εκνευρίζει αυτό", είπε το τανούκι.
-"Μα, αν δεν το ήξερα, δε θα το έκανα χρυσέ μου. Είναι έτοιμος?", απάντησε η Κιτσούνε.
-"Δεν είμαι σίγουρος, και τον περιμένω να έρθει από στιγμή σε στιγμή¨, είπε το τανούκι και γύρισε το βλέμμα του ερωτηματικά στον Νακίτο τον Νίντζα.
-"Είμαι έτοιμος.", αποκρίθηκε ο Νακίτο ο Νίντζα με στόμφο.
-"Κανείς, ποτέ δεν είναι έτοιμος για τον Τένγκου, χρυσέ μου", απάντησε η Κιτσούνε, σπρώχνοντας μπροστά του μια γαβάθα ρύζι.
-"Θα σου χρειαστεί¨, είπε.
Ο Νακίτο ο Νίντζα έφαγε το ρύζι με μια μπουκιά.
Και μετά σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου