Ο σταθμός του τρένου ήταν γεμάτος. Πάλι. Κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό, το πήγαινε για καταιγίδα. Χα, λες και ήταν καμια έμπειρη μετεωρολόγος για να γνωρίζει αν θα βρέξει. Αποφάσισε να πάει με τα πόδια, είχε αργήσει ούτως ή άλλως άρα γιατί να το ρισκάρει? Μετά από 5 λεπτά άρχισε να βρέχει δυνατά. Τα ρούχα της είχαν γίνει μούσκεμα, η ποδιά της κολλούσε πάνω στο τεχνητό της πόδι και την έκανε να νιώθει άβολα τώρα που δεν μπορούσε να το κρύψει ως συνήθως. Θυμήθηκε ότι έβρεχε κι εκείνη τη μέρα στο ορφανοτροφείο, την μέρα που πίστεψε οτι η ζωή της είχε αλλάξει.
Κάθε μαθήτρια στα 13 της είχε το δικαίωμα επιλογής μιας τέχνης και η Χάτσικο είχε επιλέξει το Κιντσούγκι. Της είχε φανεί ειρωνικά ταιριαστό. Είχε γίνει πολύ καλή μάλιστα σ'αυτό. Σε έναν μαθητικό διαγωνισμό είχε κερδίσει την 1η θέση και το βραβείο των 350 γραμμαρίων χρυσού το οποίο θα της έφτανε για τουλάχιστον έναν χρόνο νέων εκθεμάτων! Εκείνη την χρονιά είχε πάθει ψύχωση με κάθε τι σπασμένο: με το που έπεφτε ένα ποτήρι από τους δίσκους των άλλων κοριτσιών καθώς στριμώχνονταν στη ουρά της τραπεζαρίας, η Χάτσικο έτρεχε σαν τρελή να απομακρύνει τους πάντες ώστε να προλάβει να μαζέψει τα κομμάτια. Στην ξέφρενη πορεία της συνήθως έσπρωχνε άτσαλα όποια έβρισκε στο διάβα της με αποτέλεσμα πολλά κορίτσια να τη μισήσουν και κάθε βράδυ να αφήνουν μασημένες τσίχλες στα μαλλιά της όσο αυτή κοιμόταν. Δεν την ένοιαζε, αρκεί να μην έσπαζε κάτι και πετούσαν τα κομμάτια του στα σκουπίδια. Εκεί, όντως κοκκίνιζε από τον θυμό της και συνήθιζε να αφαιρεί το τεχνητό της πόδι και μ αυτό να κυνηγάει ολόκληρες παρέες αλαλαζόντων κορασίδων με κουτσό. Δεν ήταν και πολύ συμπαθής στο ορφανοτροφείο. Αλλά το Κιντσούγκι αναπλήρωνε για τα πάντα.
Έτσι κι εκείνη τη μέρα ήταν χαμένη στην επανασυγκόλληση ενός βάζου που κρατούσε η Κίμικο πάνω στο γραφείο της. Της άρεζε να κάθεται μόνη της στο σπιτάκι του κηπουρού μπροστά στο μεγάλο παράθυρο, στα όρια του ορφανοτροφείου, ακριβώς εκεί που ξεκινούσε το δάσος του Σαγκάνο. Θα πρέπει να ήταν ήδη πολλές ώρες σκυμμένη πάνω από τα δεκάδες σπασμένα κομμάτια γιατί της ήρθε έντονα να τρίψει τον αυχένα της.
Σηκώνοντας το κεφάλι της, είδε την γριά έξω από το παράθυρο να την κοιτάει. Έβρεχε εκείνη τη μέρα δυνατά, αλλά η γριά ήταν στεγνή. Και χαμογελούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου