Από σεβασμό που την είχε σώσει, η Ρέτσουκο δεν ρώτησε ποτέ την γριά πως ήξερε το όνομά της. Αφού η γριά την παρέδωσε στην αρχι-οικονόμο της φάρμας, της χάιδεψε τα μαλλιά με στοργή και απλά της είπε:
-"Όταν με ξαναχρειαστείς, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κοιτάξεις προς τον ήλιο" και της έδωσε πίσω το βιβλίο που κουβαλούσε για να μη βαρύνει κι άλλο ο πληγωμένος της ώμος.
Οι τρεις χειμώνες στη φάρμα πέρασαν γρήγορα. Τα κορίτσια την είχαν υποδεχθεί σαν μια δική τους από την πρώτη μέρα. Καμιά τους δεν ρώτησε ποτέ τι έκανε μόνη της στην καμμένη Γη, καμιά τους δεν ρώτησε ποτέ γιατί δεν πάει σπίτι της. Ήταν μια ακόμη σαμπουρούκο, ήταν μια από αυτές. Κανένα κορίτσι δεν μιλούσε ποτέ για το τι έκανε - τι χρειάστηκε να κάνει - η καθεμιά τους εκείνη την εποχή. Ό,τι δεν έλεγε το στόμα τους, το έλεγαν τα μάτια τους κι αυτό έμοιαζε πάντα να ήταν αρκετό για τη Ρέτσουκο. Μπορεί να ήταν ορφανή, αλλά η Ρέτσουκο είχε βρει μια νέα οικογένεια μαζί τους. Όσο κι αν ήξερε μέσα της βέβαια ότι αυτό δε θα κρατούσε για πάντα. Είχε έναν σκοπό κι αυτός δε θα άλλαζε ποτέ, όχι μετά τον όρκο της. Αλλά από τη στιγμή που δεν είχε κανένα στοιχείο να ακολουθήσει πλέον, δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει από το να περιμένει. "Νακίτο, πρόσεχε τον εαυτό σου μέχρι να σε βρω", προσευχόταν κάθε βράδυ.
Το κάθε κορίτσι έκανε διάφορες εργασίες μέσα στη φάρμα, ανάλογα με το ταλέντο που είχε. Κάποια θα έπλεκαν ρούχα, άλλα θα ασχολούνταν με τις καλλιέργειες, άλλο θα κεντούσε καλύμματα τοίχων. Υπήρχαν και κάποια άλλα κορίτσια, λίγο μεγαλύτερα, που προσέφεραν υπηρεσίες εκτός φάρμας. Μια φορά την εβδομάδα ερχόταν μια άμαξα και θα τις έπαιρνε μακρυά. Μετά από 2-3 μέρες η ίδια άμαξα θα τις ξαναγυρνούσε. Με την επιστροφή τους, τα υπόλοιπα κορίτσια θα τις υποδέχονταν κρατώντας λουλούδια στα χέρια και τραγουδώντας το τραγούδι Τοριάνσε. Χωρίς να σταματούν το τραγούδι, θα τις έπαιρναν από το χέρι και θα τις οδηγούσαν στο ποτάμι, όπου θα τις έπλεναν σαν αρχόντισσες.
Η Ρέτσουκο είχε μεγάλη αγάπη για τα ζωντανά και ήταν υπεύθυνη για όλα τα ζώα της φάρμας. Είχε γίνει μάλιστα τόσο καλή, που άρχισαν να έρχονταν από τα γύρω χωριά να ζητήσουν τη βοήθειά της όταν τα ζώα τους είχαν κάποιο πρόβλημα υγείας. Η Ρέτσουκο δε θα έλεγε ποτέ όχι σε βοήθεια ενός ζώου.
Ήταν Αύγουστος θυμάται όταν είχε έρθει η νέα άμαξα για εκείνη την εβδομάδα. Αφού η Ρέτσουκο τάισε τα άλογα και είδε τις αδερφές της να ανεβαίνουν στην άμαξα, ξεκίνησε να μπει πίσω στη φάρμα. Τότε ακούστηκε η φωνή του αμαξά:
-"Εσύ δεν είσαι που ξέρεις από ζώα? Ο Δάσκαλος έδωσε διαταγή να έρθεις κι εσύ μαζί μας στο Ναό. Η Μόσι-Μοσί είναι έτοιμη να ξεγεννήσει"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου