Ο Κιμπούκα τα είχε καταφέρει. Νέος τόπος, νέα ταυτότητα. Δεν τον ήξερε κανείς εδώ. Ίσως να μάθαινε την τέχνη του πεταλωτή, γιατί όχι?. Το νέο αφεντικό τον συμπαθεί, του δίνει την κόρη του και ένα σακί στραβά πέταλα. Νέα οικογένεια, το παιδί τον φωνάζει μπαμπά. Το αφεντικό πεθαίνει, ζήτω το νέο αφεντικό. Ο Κιμπούκα βρίσκει τρόπο να ισιώνει τα στραβά πέταλα, γίνεται ξακουστός στην κοιλάδα, ζει πλούσια. Το παιδί μεγαλώνει, παντρεύεται, κάνει δικό του παιδί που τον φωνάζει μπαμπά. Το γένι ασπρίζει, το δέρμα πετσιάζει, τα δόντια πέφτουν και ο Κιμπούκα κάθεται δακρυσμένος και κοιτά το ηλιοβασίλεμα. Είναι δάκρυα ευτυχίας. Ναι, τα είχε καταφέρει. Ένιωσε κάτι κρύο στον λαιμό του. Τότε άρχισαν όλα να γυρνάνε, ο ορίζοντας πήγε κάτω, το έδαφος πάνω, το υπόλοιπο σώμα του παρέμενε ακόμα καθισμένο στο κούτσουρο. Το έβλεπε να απομακρύνεται, καθώς άκουγε το τελευταίο πράγμα που θα άκουγε ποτέ: "Ο Νακίτο ο Νίντζα δεν ξεχνά ποτέ τα χρέη του".
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου