Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

#1 by kostask: Gold Dime - My House



   Ο αρσενικός κορμοράνος ήταν πλέον γέρος. Ακόμα και σαν πουλί, είχε το ένστικτο να καταλάβει ότι το τέλος του ήταν κοντά. Τα πούπουλά του είχαν μαδίσει εκεί που έσφιγγε το σχοινί. Το ράμφος του δεν άνοιγε πια όπως παλιά, είχε αγκυλωθεί σε μια περίεργη γωνία. Τα νύχια του είχαν λιώσει από το ξύσιμο πάνω στη βάρκα. Το ταίρι του είχε πια πεθάνει. Την είδε μια τελευταία φορά να βουτάει στο νερό. Δεν ξαναβγήκε ποτέ στην επιφάνεια. Και είχαν ξεκινήσει όλα τόσο ονειρικά σ' εκείνη την κοιλάδα. Με το που έφτασαν εκείνοι οι άνθρωποι όμως και κρέμασαν άλλους ανθρώπους από το δέντρο τους, τα αυγά τους έπεσαν από τη φωλιά και έσπασαν. Δεν ήξεραν τι να κάνουν παρά να πετάξουν μακρυά. Τότε τους αιχμαλώτισε ο ψαράς και από τότε η θηλιά δεν έφυγε ποτέ από το λαιμό του. Μια ζωή πόνου, σκλαβιάς και δυστυχίας. Όχι άλλο. Βούτηξε όπως πάντα στο νερό, αυτή τη φορά όμως όχι για να πιάσει ψάρια. Θα έμενε κάτω από το νερό για πάντα. Έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε. Ο ψαράς παραξενεύτηκε όσο αργούσε να εμφανιστεί, άρχισε να τραβάει το σάπιο σχοινί με δύναμη αλλά αυτό είχε πιαστεί στην καρίνα. Δεν ήθελε πολύ για να κοπεί. Κάπως έτσι ο κορμοράνος ελευθερώθηκε μέσα στο νερό. Τα μάτια του άνοιξαν, το σώμα του παρασύρθηκε από κάτι που είχε χρόνια να ζήσει. Με ότι τελευταίες δυνάμεις του έμεναν, κλώτσησε με τα πόδια να βγει στην επιφάνεια. Ένιωσε τον αέρα να έρχεται κόντρα πάνω του και άνοιξε τα ξεφτισμένα του φτερά. Πετούσε ξανά! Ελεύθερος. Άρχισε να κατευθύνεται προς τον ήλιο. Από μακρυά φαινόταν η κομμένη θηλιά, ακόμα περασμένη στο λαιμό του. Ελεύθερος γεννήθηκε, ελεύθερος θα πεθάνει. Στον αέρα. Όπως αρμόζει σε όλα τα πουλιά. Έκλεισε τα μάτια. Έφερε την καταπράσινη κοιλάδα στο νου του. Το ταίρι του να κάθεται πάνω από τα αυγά τους, αυτός να μαζεύει κλαδιά. Το ράμφος του παρέμενε ακόμα περίεργα αγκυλωμένο. Έμοιαζε με χαμόγελο. Το νεκρό του σώμα του άρχισε να χάνει ύψος, τα φτερά πλέον δεν κουνιόντουσαν. Έπεφτε με μεγάλη ταχύτητα, οριακά αποφεύγοντας τη σκεπή του Πύργου, μόνο για να προσγειωθεί στο τελευταίο πάτωμά του.

Ακριβώς ανάμεσα στον Χαγιάτε και στον Νακίτο τον Νίντζα.

- "Καταραμένε Χαγιάτεεεε!!", ούρλιαξε και σείστηκαν τα τείχη του Πύργου. Μέχρι και ο αέρας τρόμαξε και σταμάτησε να φυσάει.
- "Γεια σου Νακίτο. Πάει καιρός"
Πριν προλάβει να τελειώσει καλά-καλά την πρότασή του, τρία αστεράκια σούρικεν εκτοξεύθηκαν προς το μέρος του Χαγιάτε τα οποία απέφυγε με ανάποδο επιτόπιο άλμα.
- "Δε θα σου επιτεθώ Νακίτο, το ξέρεις αυτό έτσι?"
- "Ο Νακίτο δεν είναι εδώ. Αυτός ο δειλός δε θα είναι ποτέ ξανά εδώ. Τώρα είμαι μόνο εγώ! Και αφού σκοτώσω και σένα, θα έχω σκοτώσει ό,τι έχει απομείνει από την βρωμερή μάστιγα των Νίντζα. Μια για πάντα! Και μετά σειρά έχει ο υπόλοιπος κόσμος και όλα τα μιάσματα μέσα του!". Τα κόκκινα μάτια έβγαζαν φωτιές από μέσα τους.
- "Νακίτο!! Πρέπει να ξυπνήσεις Νακίτο. Το ξέρω ότι μ ακούς!
- "Δεν μπορεί να σε ακούσει πλέον. Μου πήρε χρόνια για να τον κρύψω, να τον νικήσω. Τόσα χρόνια να υπάρχω στις σκιές του μυαλού του. Επιτέλους ζω! Και ο Νακίτο πέθανε. Γιατί τον σκότωσα εγώ!"
- "Και τότε γιατί είμαι εγώ εδώ τώρα?"
- "Για να βρεις το τέλος σου" είπε και όρμηξε εναντίον του Χαγιάτε κρατώντας την κατάνα με τα δυο του χέρια. Ο Χαγιάτε προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά η λεπίδα τον βρήκε στο μπράτσο κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί στο πάτωμα. Το κόκκινα μάτια είχαν γυρίσει για να επιτεθούν ξανά στον πεσμένο αντίπαλο. Ο Χαγιάτε έψαξε με τα χέρια του να βρει κάτι να αμυνθεί. Βρίσκει την άκρη από ένα σχοινί και συνειδητοποιεί ότι ήταν ο νεκρός κορμοράνος. Αφού τον έφερε δυο βόλτες για να αποκτήσει ορμή, τον πέταξε πάνω στον 97ο. Το ακόμα περίεργα αγκυλωμένο ράμφος του κορμοράνου τον πετυχαίνει ακριβώς στο δεξί μάτι. Το πλέον κόκκινο μάτι ούρλιαξε από τον πόνο. Το αίμα, μαύρο και πηχτό, άρχισε να τρέχει από την άδεια τρύπα. Η πρώτη έκπληξη δεν κράτησε πολύ. Αμέσως συνήλθε, μαεστρικά βυθίζοντας το σπαθί στο λαιμό του Χαγιάτε.
- "Νακίτο.." προσπάθησε να μιλήσει συγκρατώντας με το ένα του χέρι το αίμα που άρχισε με ορμή να αναβλύζει "Νακίτο... ήρθε η ώρα πια.. ΒΓΕΣ!"
Ο 97ος παρά τον πόνο φαινόταν να γελάει δυνατά, όσο σήκωνε ξανά το σπαθί με το δεξί χέρι για το τελευταίο χτύπημα. Το σπαθί βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο πάνω από το κεφάλι του όταν ξεκίνησε την φονική του πτώση. Ξαφνικά, το σπαθί σταματάει. Ο 97ος κοιτάει απορημένος ψηλά με το ένα του μάτι, μόνο για να δει ότι το αριστερό του χέρι είχε πιάσει το σπαθί από τη λεπίδα και το συγκρατούσε. Εκείνη τη στιγμή, ο χρόνος σαν να σταμάτησε. Μέχρι και το αίμα έμοιαζε να έχει σταματήσει να κυλάει πλέον. Το σώμα του όρθιου Νίντζα που κρατούσε την κατάνα με τα 2 χέρια σε ανάποδη φορά, άρχισε να διογκώνεται. Ο πεσμένος Χαγιάτε έβλεπε τα δύο πόδια του Νίντζα να γίνονται σιγά-σιγά τέσσερα, τον κορμό του να γίνεται δύο κομμάτια, το πρόσωπό του να εμφανίζει και άλλο μάτι. Η κραυγή του Νακίτο του Νίντζα έσκισε τον ουρανό. Ήταν τόσο εκκωφαντική που δημιούργησε ρωγμή στον πάτωμα του Πύργου, ακριβώς ανάμεσα στους δύο πλέον Νίντζα. Ο 97ος είχε σαστίσει, το ένα κόκκινό του μάτι τρεμόπαιζε. Κάνει να επιτεθεί στον Νακίτο τον Νίντζα με την κατάνα, μόνο για να δει να σκίζει τον αέρα με το άδειο του χέρι.
- "Σειρά μου τώρα", λέει ο Νακίτο ο Νίντζα κρατώντας την κατάνα με τα δυο του χέρια και πετυχαίνοντάς τον στον αριστερό ώμο. Είχε τόση δύναμη, που η λεπίδα βγήκε από τον δεξί μηρό του 97ου, κόβοντάς τον στα δυο. Τα δυο κομμάτια σάρκας άρχισαν να ξεκολλούν αργά, μόνο για να εξαφανιστούν τελείως πέφτοντας στο πάτωμα.
- "Χαγιάτε! Χαγιάτεε!! φώναξε και έσκυψε πάνω από τον αδερφικό του φίλο, πάνω από τον μόνο άνθρωπο που υπήρχε πλέον στον κόσμο γι αυτόν. Και που τώρα αργοπέθαινε.
- "Που ήσουν Χαγιάτε όλα αυτά τα χρόνια? Γιατί έφυγες? Γιατί με πρόδωσες?!"
- "Έπρεπε Νακίτο", είπε με όση δύναμη είχε ακόμα. "Το ξέρεις ότι έπρεπε. Αλλιώς δε θα φανερωνόταν ποτέ. Κι αν δε φανερωνόταν, δε θα τον έβρισκες ποτέ. Κι αν δεν τον έβρισκες ποτέ, τότε θα χανόσουν για πάντα. Όπως και ο υπόλοιπος κόσμος. "
- "Μα, τι εννοείς? Πως το ήξερες?!"
- "Μα αφού εσύ με δημιούργησες φίλε μου. Γι' αυτόν τον λόγο. Το ήξερες πάντα. Ήξερες ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις τα κόκκινα μάτια, ήταν να δημιουργήσεις το αντίθετό του."
- "Τι εννοείς σε δημιούργησα Χαγιάτε??!!" Μαζί μεγαλώσαμε, στον Ναό! Τι ανοησίες λες?"
- "Μερικές φορές μπορούμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας μόνο όταν αφήσουμε άλλους μέσα. Θυμήσου Νακίτο. Αυτό μου είχες πει όταν είχες πρωτοδεί τα κόκκινα μάτια στον Ναό, όταν αποφάσισες πως αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος να τον νικήσεις, όταν με δημιούργησες για να το κάνεις. Αντίο φίλε μου, δε με χρειάζεσαι άλλο. Τα κατάφερες", είπε και η μορφή του άρχισε να γίνεται διάφανη μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Εκεί που λίγο πριν είχε πλημμυρίσει με αίμα, τώρα δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά καθαρές πέτρες. Και ένας νεκρός κορμοράνος με μια θηλιά στο λαιμό. Ο Νακίτο ο Νίντζα δεν είχε ξανανιώσει ποτέ τόσο μόνος σε όλη του τη ζωή. Κάθισε κάτω στο πάτωμα σε στάση μπάντα κονασάνα όπως ορίζει το Σεπούκου και έπιασε το ξίφος από τη λεπίδα. Σημάδεψε την κοιλιά του. Ήταν ο Νακίτο, ο τελευταίος Νίντζα. 


1) Gold Dime - My House
2) Black Midi - Schlagenheim
3) Have a Nice Life - Sea of Worry
4) Swans - Leaving Meaning.
5) Thurston Moore - Spirit Counsel
6) The Membranes - What Nature Gives... Nature Takes Away
7) Murder Capital - When I have Fears
8) Paint Thinner - The Sea of Pulp
9) Hey Colossus - Four Bibles
10) Pelican - Nighttime Stories
11) Diiv - Deceiver
12) Iguana Death Cult - Nude Casino
13) Fews - Into Red
14) The Underground Youth - Montage Images of Lust and Fear
15) Pile - Green and Gray
16) Fontaines D.C. - Dogrel
17) The Crows - Silver Tongues
18) Seablite - Grass Stains and Novocaine
19) Uranium Club - The Cosmo Cleaners
20) Gotobeds - Debt Begins at 30


Δεν υπάρχουν σχόλια: