Η ησυχία ήταν εκκωφαντική. Το ημίφως του σούρουπου είχε απλώσει ένα γκρι πέπλο στα πάντα. Όλες του οι αισθήσεις ήταν σε εγρήγορση. Η φιγούρα του αγνώστου απέναντί του δεν έλεγε να φύγει, όπως και η φαγούρα στην πλάτη του. Ακίνητοι και οι δύο για ώρα. Ο ένας να περιμένει τον άλλο. Γρήγορες σκέψεις τακτικής πλημμύρισαν τον Νακίτο τον Νίντζα, όπως άλλωστε τους είχαν μάθει στην εκπαίδευση: ο άγνωστος φαίνεται να γέρνει ελάχιστα στο δεξί του πόδι, σίγουρα κάποιο παλιό τραύμα που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί. Ήταν ψηλότερος και πιο εύσωμος, άρα υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να τον πετύχουν από μακρυά οι λεπίδες του. Ακόμα και να προσπαθούσε να ξυθεί, τα χέρια του Νακίτο του Νίντζα όσο ευλίγιστα κι αν είναι, ποτέ δε θα έφταναν το σημείο στην πλάτη του. Η μόνη λύση ήταν να χρησιμοποιήσει το σπαθί του. Αλλά αυτό θα σήμαινε μόνο ένα πράγμα σύμφωνα με τον Κώδικα: μονομαχία. Φαγούρα ή θάνατος. Ευγενές δίλημμα για έναν Νίντζα. Ξεσπάθωσε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου