Το σχέδιο ήταν απλό. Θα περίμενε λίγο ακόμα ώστε να πέσει το σκοτάδι, δεν έχει φεγγάρι σήμερα. Θα γλυστρούσε στις σκιές όπως μόνο αυτός ξέρει χωρίς κανένας να τον καταλάβει. Θα σκαρφάλωνε τον τοίχο με ευκινησία αίλουρου. Με περισσή ευκολία θα εξουδετέρωνε τους 3 φρουρούς στην πόρτα και για λίγο θα στεκόταν πάνω από τα άψυχα σώματά τους, μουρμουρίζοντάς τους ένα σιγανό μεν, αλλά σθεναρό "ΧΑ!". Θα σιγουρευόταν πρώτα ότι θα έχει τα χέρια στη μέση όταν θα το λέει αυτό. Καλύτερα να χρησιμοποιήσει λίγο πιο βραχνή φωνή μάλλον, όπως ένας άλλος μαυροφορεμένος μασκοφόρος που ξέρει. Να πάρει! δεν έχει μαύρη μπέρτα όμως. Κι άντε να βρει ικανό κλωστουφαντουργό ξύπνιο τέτοια ώρα σε όλη την πολιτεία του Ιγκάνο. Ακόμα θυμάται με περηφάνια την μαύρη μπέρτα που του είχε πλέξει η Ρέτσουκο για την ετήσια γιορτή της υπαπαντής του άρχοντα Ινοκίσι. Πόσο περήφανος ένιωθε όταν την φορούσε! Όλος ο ναός τον κοιτούσε με ζήλια. Ο Χαγιάτε τον κοιτούσε με φθόνο. Αχ Χαγιάτε... Την επόμενη μέρα βρήκε την μπέρτα του καμμένη και κομμένη σε μικρά κομμάτια απλωμένα πάνω στο κρεβάτι του. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που ο Νακίτο ο Νίντζα έκλαψε. Αυτή ήταν η μέρα που ο... .Ω ΔΙΑΟΛΕ! ξημέρωσε κιόλας ?!?
Το σχέδιο ήταν απλό. Θα περίμενε ως το επόμενο βράδυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου